Οι περισσότεροι αθλητές όταν αναφέρονται στο άγχος τού προσδίδουν αποκλειστικά μία αρνητική χροιά, μία διάσταση που αν και πραγματική, δεν είναι η μοναδική. Είναι σύνηθες οι αθλητές να κάνουν λόγο για αδυναμία συγκέντρωσης στον αγώνα, για αστοχία στην εκτέλεση, για δυσκολία λήψης αποφάσεων, για σφίξιμο στο σώμα – όλα αυτά ως απόρροια του άγχους που βιώνουν.

Το άγχος μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την απόδοση τόσο από άποψη φυσιολογίας όσο και από άποψη γνωστικών λειτουργιών, το άγχος όμως μπορεί να αποτελέσει και την κινητήρια δύναμη για να προσπαθήσει ο αθλητής να επιτύχει τους στόχους του.

Πώς διακρίνεται όμως το άγχος;

Κάθε άνθρωπος, όχι μόνο ο αθλητής, βιώνει άγχος για καταστάσεις που τον ενδιαφέρουν, που έχουν για τον ίδιο αξία να πάνε καλά. Με απλά λόγια, κανείς δε βιώνει άγχος για καταστάσεις και συνθήκες που του περνούν αδιάφορες, για καταστάσεις δηλαδή των οποίων η έκβαση δεν αξιολογείται ως σημαντική. Η αξιολόγηση μίας κατάστασης ως σημαντική θα προκαλέσει ενεργοποίηση στον οργανισμό του αθλητή, θα τον φέρει σε θέση εγρήγορσης για να την φέρει εις πέρας. Στην επιστήμη του αθλητισμού, η κατάσταση αυτή αναφέρεται ως διέγερση – ο αθλητής είναι προετοιμασμένος σωματικά και πνευματικά να ανταπεξέλθει στο αγχογόνο ερέθισμα.

Ο αθλητής αξιολογεί δύο ακόμη παραμέτρους της αγχογόνου κατάστασης: τη δυσκολία (ή την πρόκληση) της κατάστασης και τις δικές του ικανότητες να ανταπεξέλθει σε αυτή. Η ιδανική συνθήκη βρίσκεται σε μία ισορροπία μεταξύ πρόκλησης της κατάστασης και ικανοτήτων του αθλητή, συνθήκη στην οποία ο αθλητής βρίσκεται σε κατάσταση διέγερσης. Ωστόσο, ο κόσμος μας δεν είναι τόσο ιδανικά πλασμένος ώστε αυτή η ισορροπία να λαμβάνει πάντα χώρα.

Το επίπεδο (αν)ισορροπίας μεταξύ αξιολόγησης της πρόκλησης της κατάστασης και των ικανοτήτων του αθλητή θα επηρεάσει και το επίπεδο άγχους που θα βιώσει ο αθλητής.

Σε περιπτώσεις που η αξιολόγηση των ικανοτήτων είναι αρκετά υψηλότερη από τη δυσκολία της κατάστασης, γίνεται ορατό συχνά το φαινόμενο κάποιος αθλητής να «υποτιμήσει» τον αγώνα, να μην καταβάλει την κατάλληλη προσπάθεια, να μη φέρει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε βάσει των ικανοτήτων του. Σε τέτοιες περιπτώσεις γίνεται λόγος για απουσία «παραγωγικού» άγχους, μίας μορφής άγχους που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη για την επιτυχία.

Στον αντίποδα, σε περιπτώσεις που η αξιολόγηση των ικανοτήτων είναι αρκετά χαμηλότερη από τη δυσκολία της κατάστασης, ο αθλητής πιθανώς να μην είναι σε θέση να αποδώσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του, να μη μπορέσει να εκτελέσει σωστά την προσπάθειά του, να μη φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο αθλητής θα βιώσει συμπτώματα άγχους, συμπτώματα που έχουν έκφανση τόσο στη φυσιολογία του (σφίξιμο μυών, ταχυκαρδία, πόνος στο στομάχι, αϋπνία κ.α.) όσο και στις γνωστικές του λειτουργίες (έντονη ανησυχία για το αποτέλεσμα, δυσκολία συγκέντρωσης, οξυθυμία, αίσθημα κόπωσης κ.α.).

Πώς μπορεί, όμως, ένας αθλητής να διαχειριστεί σωστά το άγχος του; Είναι «καταδικασμένος» να συνυπάρχει με αυτό; Ασφαλώς και όχι.

Η διαχείριση του άγχους μπορεί να λάβει χώρα σε δύο επίπεδα: αφενός με την εξάσκηση συμπεριφορικών τεχνικών που στοχεύουν στην άμεση μείωση των σωματικών και γνωστικών συμπτωμάτων του αθλητή, αφετέρου με την γνωσιακή αποδόμηση του δυσλειτουργικού τρόπου σκέψης και την τροποποίησή του σε έναν πιο λειτουργικό.

Η εξάσκηση τεχνικών όπως ο έλεγχος της αναπνοής, μέσω της οποίας ο αθλητής μπορεί να ελέγξει τον καρδιακό παλμό και την ένταση στο σώμα του, ή όπως η αυτο-ομιλία, μέσω της οποίας ο αθλητής μπορεί να ελέγξει τις σκέψεις του, θα φέρει άμεσα αποτελέσματα που θα επιτρέψουν στον αθλητή να ανταπεξέλθει στην πρόκληση του αγώνα. Η αναδόμηση του δυσλειτουργικού τρόπου σκέψης αποτελεί μία πιο «επίπονη» διαδικασία, μία διαδικασία που στοχεύει στη «ρίζα του κακού» και που απαιτεί περισσότερο χρόνο με τα αποτελέσματά της, όμως, να επιφέρουν μία ουσιαστική και μακροχρόνια αλλαγή στον τρόπο αντίληψης του άγχους από τον αθλητή.

Ο αθλητικός ψυχολόγος είναι σε θέση να προσεγγίσει με επιστημονική και αντικειμενική σκοπιά τον κάθε αθλητή, παρέχοντας εξατομικευμένη υποστήριξη στη διαχείριση του άγχους. Ο αθλητικός ψυχολόγος μπορεί να αναγνωρίσει τους παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση του άγχους, να σχεδιάσει μία στρατηγική αντιμετώπισής του και να προτείνει λύσεις για την επίλυση του προβλήματος.

Ευάγγελος Μανωλόπουλος, M.Sc., Ph.D.(c)