Συνηθίζεται κάθε νέα αρχή να συνοδεύεται από τη θέσπιση νέων στόχων, επιτευγμάτων που θα ήθελε κάποιος να καταφέρει στο εγγύτερο ή πιο μακρινό μέλλον. Μία καλή αφορμή για μία νέα αρχή (και τους αντίστοιχους στόχους της) αποτελεί αναμφισβήτητα το ξεκίνημα της νέας χρονιάς – άλλες τέτοιες ευκαιρίες συνήθως αποτελούν τα γενέθλια ή η αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς και της αγωνιστικής σεζόν στον αθλητισμό. Εκτός από την ημερολογιακή σημειολογία η αλλαγή της χρονιάς αποτελεί, κατά κανόνα, μία ευκαιρία για μία «παύση», για μία ανασκόπηση και για τη «διόρθωση» των κακώς κειμένων – πραγμάτων που κανείς παραβλέπει ή ανέχεται μέσα στους ρυθμούς της καθημερινότητας.
Οι στόχοι συνήθως αφορούν σε μικρές ή μεγάλες αλλαγές που θέλει κάποιος να επιτύχει: ξεκίνημα ενός νέου χόμπι, βελτίωση στις καθημερινές συνήθειες ή στις διαπροσωπικές σχέσεις, βελτίωση δεξιοτήτων, αποφάσεις στον επαγγελματικό τομέα κ.α. Πόσοι όμως άραγε είναι σε θέση να επιτύχουν τους στόχους που θέτουν; Σύμφωνα με έρευνες, λιγότερο από το 8% επιτυγχάνει τους στόχους που αρχικά είχε θέσει.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Μήπως οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται αρκετά για τους στόχους τους και τους εγκαταλείπουν γρήγορα; Σαφώς και όχι.
Η μη επίτευξη των στόχων είναι αποτέλεσμα αρκετών συνισταμένων, με κυριότερη την απουσία πλάνου που θα οδηγήσει το άτομο στο στόχο του. Ένας στόχος χωρίς πλάνο συνήθως θα παραμείνει ένας ευσεβής – απραγματοποίητος – πόθος. Όταν ένας άνθρωπος εκφράζει γενικά και αόριστα μία επιθυμία του έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες να την πραγματοποιήσει συγκριτικά με όταν καταστρώνει ένα πλάνο σχετικά με αυτή. Το πλάνο όχι μόνο θα αποτελέσει το μονοπάτι για την επίτευξη του στόχου αλλά και θα επιτρέψει την αξιολόγηση και τον επαναπροσδιορισμό του στόχου που είχε αρχικά τεθεί.
Ο καθορισμός ενός πλάνου έχει μία σειρά από πλεονεκτήματα με σημαντικότερο, ίσως, το ότι κανείς αναγκάζεται να βγει από τη «ζώνη άνεσής» του. Το αναφερόμενο ως comfort zone συνδέεται τόσο με την αναβλητικότητα όσο και με την αποφευκτική συμπεριφορά και μας αποτρέπει από το να αλλάξουμε έστω και μικρά πράγματα στην καθημερινότητα ή να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις. Προκειμένου να βγει κανείς από το comfort zone, το πλάνο του στόχου θα αποτελέσει την απαραίτητη παρακίνηση, έναν μοχλό πίεσης για να δουλέψει κανείς προς τη σωστή κατεύθυνση. Ακόμη, η πρόοδος στην επίτευξη του στόχου ή η επίτευξη των επιμέρους μικρότερων βημάτων του κάθε στόχου θα αποτελέσει μία πηγή άντλησης ικανοποίησης και θα συμβάλει στην περαιτέρω δέσμευση προς τον αυτόν.
Πώς, όμως, καταστρώνεται ένα πλάνο για την επίτευξη των στόχων; Είναι τόσο δύσκολο να συμβεί;
Ο καθορισμός του πλάνου δε συνιστά «την ανακάλυψη του τροχού», χρειάζεται ωστόσο να ακολουθεί κάποιες αρχές και κάποια βήματα προκειμένου να συντελέσει στην επίτευξη του στόχου. Το πλάνο θα περιέχει όλα τα επιμέρους βήματα που χρειάζεται να ακολουθήσει κανείς προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει ενώ, σύμφωνα με τη θεωρία, ο στόχος θα πρέπει να είναι:
- Συγκεκριμένος, να μπορεί να προσδιοριστεί σε τι ακριβώς αναφέρεται
- Μετρήσιμος, να μπορεί να αξιολογηθεί η πρόοδος και η επίτευξή του
- Προσανατολισμένος στη δράση, να μπορεί κανείς να ενεργήσει για να τον πετύχει
- Ρεαλιστικός, να μπορεί να επιτευχθεί (έστω και με τη μέγιστη προσπάθεια)
- Χρονικά οριοθετημένος, να μπορεί να τεθεί ένα χρονικό πλαίσιο επίτευξής του
Με απλά λόγια, ένας στόχος πρέπει να απαντά στο ποιο, με τι συχνότητα/βαθμό, πώς, εάν και πότε μπορεί να επιτευχθεί. Ένας στόχος που δεν πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις πιθανώς θα αρχειοθετηθεί πολύ γρήγορα σε κάποιο συρτάρι του μυαλού καθώς φαντάζει ως ένα βουνό που θα πρέπει κάποιος να ανεβεί χωρίς συγκεκριμένα βήματα και αρχή, μέση ή τέλος. Για παράδειγμα, ο πολύ συχνά αναφερόμενος στόχος «θέλω να ξεκινήσω ένα χόμπι» δεν απαντά σε κανένα από τα 5 ερωτήματα (ποιο, με τι συχνότητα/βαθμό, πώς, εάν, πότε), συνεπώς είναι πολύ δύσκολο κανείς να κινητοποιηθεί και να δουλέψει για να τον επιτύχει. Στον αντίποδα, ο ίδιος στόχος αναφερόμενος ως «θέλω να ξεκινήσω μαθήματα μουσικής δύο φορές την εβδομάδα σε ένα ωδείο στην περιοχή μου σε τμήμα αρχάριων μέσα στον Ιανουάριο» παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που θα βοηθήσουν στην κινητοποίηση και στη δέσμευση του ατόμου, ειδικά αν αυτός ο στόχος επικοινωνηθεί σε τρίτους ή γραφθεί σε χαρτί. Με την ίδια συλλογιστική στοιχειοθετούνται και στόχοι που αφορούν σε διαπροσωπικές σχέσεις, επαγγελματικά ζητήματα ή ό,τι άλλο.
Η αρχή της στοχοθεσίας (goal-setting) αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στον κλάδο της ψυχολογίας βρίσκοντας εφαρμογές σε πλείστα πεδία όπως η αθλητική και η οργανωσιακή ψυχολογία ενώ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τόσο στο πεδίο της ψυχοθεραπείας όσο και της συμβουλευτικής. Ο ψυχολόγος μπορεί να συμβάλει όχι μόνο στον καθορισμό και στην αξιολόγηση του στόχου και του αντίστοιχου πλάνου αλλά και να δουλέψει ουσιαστικά στη διερεύνηση και αναγνώριση βαθύτερων πεποιθήσεων που λειτουργούν ως τροχοπέδη για την επίτευξη των θετικών αλλαγών στη ζωή κάποιου.
Ευάγγελος Μανωλόπουλος, M.Sc., Ph.D.(c)