Αναμφισβήτητα η αυτοπεποίθηση μπορεί να αποτελέσει έναν καταλύτη για την επιτυχία, ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που αφενός «επιτρέπει» την καταβολή της μέγιστης προσπάθειας αφετέρου αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας τόσο στην καθημερινότητα όσο και στο χώρο του αθλητισμού.

Στην καθημερινότητά μας υπάρχουν πλείστα παραδείγματα καταστάσεων όπου η αυτοπεποίθηση (ή η έλλειψη της) καθορίζει τη συμπεριφορά: ένας αρχάριος οδηγός διστάζει να οδηγήσει το αυτοκίνητο υπό το φόβο μη τρακάρει, ένας εργαζόμενος διστάζει να αναλάβει μία θέση με περισσότερες ευθύνες υπό το φόβο μην κάνει λάθος κ.α.

Στην επιστήμη της ψυχολογίας η προαναφερόμενη συμπεριφορά ονομάζεται αποφευκτική. Αποφεύγω να αντιμετωπίσω το στρεσογόνο ερέθισμα ή την αγχογόνο κατάσταση καθώς έχω την πεποίθηση ότι θα αποτύχω.

Στον αθλητισμό, όμως, δεν υπάρχει η δυνατότητα αποφυγής της αγχογόνου κατάστασης – τουναντίον ο αθλητής την επιζητά με τη μορφή αγώνα. Όπως λέγεται «αν δεν προσπαθήσεις, έχεις ήδη αποτύχει». Συνεπώς, η ικανότητα διαχείρισης της συγκεκριμένης συνθήκης απαιτεί την αυτοπεποίθηση του αθλητή ότι μπορεί να τα καταφέρει.

Πολύ συχνά ακούγεται ότι η αυτοπεποίθηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την απόδοση. Ο αθλητής που έχει καλά αποτελέσματα, έχει και πίστη στην ικανότητά του. Ο αθλητής που δεν έχει καλά αποτελέσματα, έχει αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητά του.

Έχουν όμως έτσι τα πράγματα; Η αυτοπεποίθηση απορρέει αποκλειστικά από την επιτυχία; Σαφώς και όχι.

Αυτοπεποίθηση δεν είναι το να πιστεύεις ότι δε θα κάνεις λάθη, όλοι κάνουν. Αυτοπεποίθηση είναι η πίστη στον εαυτό σου ότι θα μάθεις από τα λάθη σου και θα γίνεις καλύτερος. Η υποκειμενική ερμηνεία που δίνει ο αθλητής στην κατάσταση και στην ικανότητά του επηρεάζει και το βαθμό της αυτοπεποίθησής του. Όταν ο αθλητής ερμηνεύει ότι η ικανότητά του τού επιτρέπει να ανταπεξέλθει στην κατάσταση του αγώνα, τότε αναπτύσσει και αυτοπεποίθηση. Όταν ο αθλητής αναπτύσσει αυτοπεποίθηση τότε έχει και καλύτερη απόδοση.

Η αυτοπεποίθηση έχει αμφίδρομη σχέση με την απόδοση, η μία επηρεάζει την άλλη. Ένας αθλητής που αγωνίζεται με αυτοπεποίθηση έχει καλύτερο επίπεδο γνωστικών λειτουργιών, άρα και καλύτερη απόδοση. Ένας αθλητής με αυτοπεποίθηση μπορεί να μείνει συγκεντρωμένος στον αγώνα, μακριά από αρνητικές σκέψεις, και, ως εκ τούτου, να είναι σε θέση να λάβει σωστές αποφάσεις, να αναγνωρίσει τα λάθη του και να αναζητήσει λύσεις.

Η αυτοπεποίθηση είναι εκ φύσεως δυναμική – τα επίπεδά της μεταβάλλονται ακόμη και κατά τη διάρκεια του ίδιου αγώνα. Μία καλή (σωματική και ψυχολογική) προετοιμασία θα γεμίσει τον αθλητή με αυτοπεποίθηση ενώ μία ελλιπής με αμφιβολίες. Μια καλή κινητική εκτέλεση στην αρχή του αγώνα θα τονίσει την αυτοπεποίθηση του αθλητή ενώ μία λανθασμένη θα την επηρεάσει αρνητικά. Μία λεκτική ανατροφοδότηση σε μορφή επιβράβευσης θα συμβάλει στο να νιώσει ο αθλητής πιο σίγουρος για τον εαυτό του ακόμη κι αν κάνει λάθος. Αν και πολλές φορές παραβλέπεται ή λησμονείται, ο αθλητής είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωπος, συνεπώς γίνεται κατανοητό ότι προσωπικοί ή οικογενειακοί παράγοντες δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστη την αυτοπεποίθηση.

Βέβαια, δεν αναπτύσσουν όλοι οι αθλητές την αυτοπεποίθηση με τον ίδιο τρόπο και η αυτοπεποίθηση δεν αφορά μόνο στο τι συμβαίνει την ώρα του αγώνα. Καθώς η αθλητική πορεία είναι συνυφασμένη με επιτυχία αλλά και αποτυχία, είναι σημαντικό οι αθλητές να αναζητήσουν εξωαγωνιστικές πηγές αυτοπεποίθησης και να είναι προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν την αγωνιστική αποτυχία. Πολλές φορές οι αθλητές έχουν ανάγκη να βρουν ευήκοα ώτα που θα ακούσουν χωρίς επίκριση τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και θα τους παρέχουν την κατάλληλη υποστήριξη. Φυσικά, το αθλητικό ή οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να έχει σημαντικό ρόλο σε αυτό αλλά πολλές φορές το «όλα θα πάνε καλά» δεν αρκεί.

Ο αθλητικός ψυχολόγος μπορεί να προσεγγίσει εξατομικευμένα και με επιστημονική σκοπιά τον κάθε αθλητή. Ο αθλητικός ψυχολόγος είναι σε θέση να αφουγκραστεί και να αναγνωρίσει τους παράγοντες που θα συμβάλλουν στην αύξηση της αυτοπεποίθησης και να υποστηρίξει τον αθλητή για να αναπτύξει στρατηγικές και λύσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Ευάγγελος Μανωλόπουλος, M.Sc., Ph.D.(c)