Πολύ συχνά γίνεται λόγος για την «κατάλληλη ψυχολογία» του αθλητή. Πολλοί αθλητές αναφέρονται στη ψυχολογική και συναισθηματική τους κατάσταση λέγοντας ότι ένιωθαν «ψυχολογικά καλά» ή ότι (δεν) ήταν «ψυχολογικά προετοιμασμένοι» να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του αγώνα. Ακόμη, γίνεται λόγος για αρνητικά συναισθήματα που δεν επέτρεψαν τη μέγιστη απόδοση. Αν και οι παραπάνω φράσεις χρησιμοποιούνται ευρέως από αθλητές και προπονητές, ερωτήματα όπως ποια είναι η «κατάλληλη ψυχολογία» του κάθε αθλητή και πότε ένας αθλητής είναι «ψυχολογικά καλά» μένουν πολλές φορές αναπάντητα.
Στην καθημερινή ζωή, η διάκριση των συναισθημάτων αφορά κυρίως το δίπολο θετικά – αρνητικά, με τα θετικά συναισθήματα να ερμηνεύονται ως ατομικά και κοινωνικά επιθυμητά ενώ τα αρνητικά ως μη.
Τι συμβαίνει όμως στον αθλητισμό; Πρέπει να ερμηνεύουμε όλα τα θετικά συναισθήματα ως ωφέλιμα και όλα τα αρνητικά συναισθήματα ως επιβλαβή για την αθλητική απόδοση; Ασφαλώς και όχι.
Στο χώρο του αθλητισμού η διάκριση των συναισθημάτων με βάση το προαναφερθέν δίπολο πιθανότατα να μην είναι ακριβής. Ο χώρος του αθλητισμού, ένας εκ φύσεως χώρος ανταγωνισμού και υψηλής συναισθηματικής φόρτισης, είναι συνυφασμένος με την εναλλαγή μεγάλου εύρους τόσο θετικών όσο και αρνητικών συναισθημάτων. Ένας αθλητής, καθ’ όλη την πορεία της καριέρας του (ή ακόμα και κατά τη διάρκεια ενός μόνο αγώνα), θα βιώσει όλο το φάσμα των συναισθημάτων και θα βρεθεί αντιμέτωπος με ευχάριστες και δυσάρεστες καταστάσεις ενώ ο βαθμός διαχείρισης όλων αυτών θα αποτελέσει το σημείο-κλειδί για την επιτυχία.
Στον αθλητισμό κανένα συναίσθημα δεν πρέπει να θεωρηθεί ως καθαυτό αρνητικό. Ο βαθμός στον οποίο ο αθλητής το βιώνει, ο τρόπος με τον οποίο το ερμηνεύει και το διαχειρίζεται το διακρίνει σε λειτουργικό και μη. Κάθε συναίσθημα έχει τη δυναμική να συντελέσει είτε θετικά είτε αρνητικά στην αθλητική απόδοση. Για παράδειγμα, τα κατάλληλα επίπεδα άγχους μπορούν να κινητοποιήσουν τον αθλητή να καταβάλλει τη μέγιστη δυνατή σωματική και πνευματική προσπάθεια ενώ πολύ υψηλά επίπεδα αυτοπεποίθησης μπορούν να συντελέσουν σε χαμηλότερο βαθμό προσπάθειας και απόδοσης. Ακόμη, η εμφάνιση έντονου βαθμού συναισθημάτων, είτε θετικών είτε αρνητικών, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τόσο τις γνωστικές διεργασίες όσο και την φυσιολογία του αθλητή, συνεπώς και την απόδοσή του.
Ως εκ τούτου, διακρίνουμε τα συναισθήματα σε λειτουργικά και μη λειτουργικά, σε βαθμό και ένταση συναισθήματος που επιτρέπει τη συγκέντρωση προσοχής, τη γρήγορη και σωστή λήψη αποφάσεων και τη σωστή κινητική εκτέλεση.
Ο βαθμός λειτουργικότητας των συναισθημάτων έρχεται ως απόρροια της διαχείρισης που είναι σε θέση να κάνει ο αθλητής. Η αποτελεσματική διαχείριση των συναισθημάτων είναι ένα σημαντικό προσόν για κάθε αθλητή, ωστόσο δεν είναι αυτονόητο ότι ο κάθε αθλητής μπορεί να το αναπτύξει χωρίς την κατάλληλη καθοδήγηση. Η διαχείριση αφορά σε στρατηγικές που επιτρέπουν την εκδήλωση και διατήρηση της κατάλληλης συναισθηματικής και πνευματικής κατάστασης, τον περιορισμό των μη λειτουργικών συναισθημάτων και τον καθορισμό του βαθμού και της έντασης που το κάθε συναίσθημα βιώνεται. Η διαχείριση του συναισθήματος δεν αφορά μόνο στο πως νιώθει ο αθλητής, αφορά στο πως διαχειρίζεται και στο πως αντιδρά απέναντι στην κάθε κατάσταση.
Ο αθλητικός ψυχολόγος είναι σε θέση να βοηθήσει τον αθλητή να διακρίνει τα λειτουργικά και μη λειτουργικά του συναισθήματα, να αναγνωρίσει τον βαθμό και την ένταση που τα καθιστά ωφέλιμα για την αθλητική απόδοση και να αναπτύξει τεχνικές διαχείρισης τους.
Ευάγγελος Μανωλόπουλος, M.Sc., Ph.D.(c)