Είναι πλέον σύνηθες κάποιος να μιλάει ανοιχτά για την επίσκεψή του σε ψυχολόγο ή να αναφέρεται στο πόσο έχει βοηθηθεί από μία τέτοια συνεργασία.

Αν και παλαιότερα η επίσκεψη σε έναν επιστήμονα ψυχικής υγείας συνοδευόταν από πλείστα ταμπού, ακόμη και κοινωνικό στίγμα, στις μέρες μας μία τέτοιου είδους συνεργασία έχει απενεχοποιηθεί. Οι θεραπευόμενοι μπορούν πιο ανοιχτά και ελεύθερα να μιλήσουν στους οικείους τους ή στον επαγγελματικό τους χώρο για την επίσκεψη στον θεραπευτή τους, να αναζητήσουν βοήθεια ή συστάσεις από το συγγενικό και φιλικό τους περιβάλλον για κάποιον θεραπευτή και να εκφράσουν το πόσο σημαντική αλλαγή έχει επιφέρει στη ζωή τους μία τέτοια συνεργασία.

Ακόμη και σήμερα, βέβαια, τίθεται το (ρητορικό) ερώτημα: χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι ψυχολόγο; Η αλήθεια βρίσκεται, όπως συμβαίνει συνήθως, κάπου στη μέση.

Κατά κύριο κανόνα, κάποιος θα αναζητήσει τη βοήθεια ενός ψυχολόγου ή ψυχοθεραπευτή όταν αντιμετωπίζει δύο ειδών δυσκολίες:

  • Δυσάρεστα συναισθήματα στην καθημερινότητα
  • Έκπτωση της λειτουργικότητας στην καθημερινότητα

Τόσο αναφορικά με το συναίσθημα όσο αναφορικά και με τη λειτουργικότητα, κάνουμε λόγο για την υποκειμενική κρίση του κάθε ανθρώπου, η οποία πηγάζει από την ερμηνεία των καταστάσεων που βιώνει, αρχή στην οποία βασίζεται η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία.

Στις περισσότερες, βέβαια, περιπτώσεις ο θεραπευόμενος «περιμένει» να βιώσει πολύ έντονα δυσάρεστα συναισθήματα ή σημαντικές δυσκολίες στη λειτουργικότητα προτού απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Ακόμη, αρκετές φορές η επίσκεψη στο γραφείο του ψυχολόγου λαμβάνει χώρα μετά από παρακίνηση συγγενικού ή φιλικού προσώπου, το οποίο έχει αναγνωρίσει τις δυσκολίες που βιώνει το άτομο.

Μία μεγάλη μερίδα θεραπευόμενων επισκέπτεται το γραφείο του ψυχολόγου προκειμένου να αναζητήσει υποστήριξη σε δυσκολίες που αφορούν σε ζητήματα της καθημερινότητας όπως συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια, δυσκολίες στον επαγγελματικό χώρο, διαχείριση διαπροσωπικών σχέσεων κ.α. Η πρωτόγνωρη πραγματικότητα της πανδημίας έχει εντείνει σε πολλές περιπτώσεις τις δυσκολίες και έχει δυσχεράνει τη διαχείρισή τους.  Αν και αυτές οι δυσκολίες, ίσως, φαντάζουν απλές για πολλούς, η έγκαιρη λήψη υποστήριξης μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπισή τους και να βελτιώσει τη ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση των θεραπευόμενων.

Οι θεραπευόμενοι δυσκολεύονται, συνήθως, να προσδιορίσουν μία συγκεκριμένη αιτία ως πηγή του προβλήματος ή της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν ενώ πολύ συχνά η πραγματική αιτία έχει αρκετά βαθύτερο υπόβαθρο από την επιφανειακή ερμηνεία που ίσως είχε αρχικώς δοθεί. Προκειμένου να συμβάλει στην επίλυση της δυσκολίας, ο ψυχολόγος είναι σε θέση να βοηθήσει το θεραπευόμενο να διερευνήσει αυτόματες σκέψεις, δυσλειτουργικά σχήματα και βαθύτερες πεποιθήσεις και να υποστηρίξει τη βελτίωση της συναισθηματικής και λειτουργικής του κατάστασης. Ο ψυχολόγος θα αντιμετωπίσει το κάθε περιστατικό με επιστημονική σκοπιά, αντικειμενικότητα και ενσυναίσθηση χωρίς να επηρεάζεται από υποκειμενική κρίση ή συναισθηματισμούς.

Πολύ συχνά οι άνθρωποι που βιώνουν μία ψυχολογική ή συναισθηματική δυσκολία θεωρούν ότι είναι «καταδικασμένοι», ότι «μόνο σε αυτούς συμβαίνει» και ότι είναι «άτυχοι». Στην πραγματικότητα, είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου να αναζητήσει υποστήριξη και βοήθεια ώστε να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες του. Η αναζήτηση υποστήριξης από κάποιον ψυχολόγο απαιτεί, αφενός, αναγνώριση της δυσκολίας, αφετέρου, δύναμη για την αναζήτηση βοήθειας. Οι πραγματικά δυνατοί άνθρωποι είναι σε θέση να αναγνωρίσουν, να αποδεχτούν και να αλλάξουν τη δυσάρεστη κατάσταση που βιώνουν.

Ευάγγελος Μανωλόπουλος, M.Sc., Ph.D.(c)